- σταυρωτός
- -ή, -ό / σταυρωτός, -ή, -όν ΝΜ [σταυρῶ, -ώνω]τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» — σταυρεπίστεγος ναός)νεοελλ.1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος τού άλλου και να κουμπώνει επάνω του2. φρ. α) «σταυρωτή στρώση»(πετρογρ.) είδος πρωτογενούς στρώσης στα ιζήματα και στα ιζηματογενή πετρώματαβ) «σταυρωτός σύνδεσμος»i) τεχνολ. τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, ο σταυρόςii) ανατ. πύκνωση τών ινών τής κνημιαίας περιτονίας εμπρός από την κνημοταρσική άρθρωση που εκτείνεται από κάθε σφυρό προς το απέναντι χείλος τού ποδιού και λειτουργεί ως καθεκτικός σύνδεσμος τών εκτεινόντων μυών τού άκρου ποδιούγ) «σταυρωτή επικονίαση»βοτ. η σταυρεπικονίαση.επίρρ...σταυρωτά Ν1. σταυροειδώς2. φρ. «φιλώ κάποιον σταυρωτά» — φιλώ κάποιον και από τα δύο μάγουλα.
Dictionary of Greek. 2013.